βυζαντινολογία — η η επιστήμη που μελετά το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του: Η βυζαντινολογία είναι ένας κλάδος της ιστορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυζαντινολογία ή βυζαντιολογία — Επιστήμη που ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Άρχισε να αναπτύσσεται τον 19o αι. και περιλαμβάνει: τον κλάδο της θεολογίας, που ασχολείται με την έρευνα της δογματικής, της συμβολικής, της λειτουργικής,… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Ενεπεκίδης, Πολυχρόνης — (Αμισός Πόντου 1919 –). Φιλόλογος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία και ιστορία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια της Βιέννης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας φιλοσοφίας, και της… … Dictionary of Greek
Κουκουλές, Φαίδων — (Ερμούπολη Σύρου 1881 – Αθήνα 1956). Βυζαντινολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στη βυζαντινολογία στη Γερμανία (1907 11). Διετέλεσε καθηγητής… … Dictionary of Greek
Παπαδόπουλος, Ιωάννης Β — (Πικρίδι, Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1956). Έλληνας μεσαιωνολόγος και φιλόλογος. Αδελφός της διηγηματογράφου Αλεξ. Παπαδόπουλου (1868 – 1907), σπούδασε βυζαντινολογία στο Παρίσι. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και… … Dictionary of Greek